- διερευνητικός
- -ή, -ό [διερευνώ]1. αυτός που αναφέρεται στη διερεύνηση, ο ικανός να διερευνά («διερευνητικό βλέμμα»)2. φρ. «διερευνητική εντολή» (για τον σχηματισμό κυβερνήσεως)η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως σε αρχηγό ή εκπρόσωπο κόμματος, το οποίο δεν διαθέτει τη δεδηλωμένη πλειοψηφία τής βουλής.
Dictionary of Greek. 2013.